Το μάγκο ονομάζεται Mangnifera indica και ανήκει στην οικογένεια Anacardiaceae. Το δέντρο του μάγκο φτάνει τα 10 – 30 μέτρα ύψος και ζει πολλά χρόνια (μέχρι 300). Είναι αειθαλές φυτό, βγάζει πάρα πολλά μικρά κιτρινωπά ή κοκκινωπά άνθη και τα φρούτα του ποικιλούν εξαιρετικά σε μέγεθος, σχήμα και χρώμα. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από 6,5 – 25 εκατοστά και το βάρος τους μπορεί να ξεπεράσει τα 2 κιλά. Η επιφάνεια του φρούτου είναι λεία και αρωματική και το χρώμα της μπορεί να είναι από πράσινο μέχρι κίτρινο, πορτοκαλί, κοκκινωπό ή και ποικιλόχρωμο με συνδιασμό των παραπάνω χρωμάτων. Η σάρκα του ποικίλει από ελαφρά κίτρινη μέχρι βαθιά πορτοκαλί. Στο κέντρο του φρούτου υπάρχει ένα κουκούτσι, αρκετά μεγάλο και συμπιεσμένο από τις δύο πλευρές του. Συχνά γύρω από το κουκούτσι υπάρχουν πολλές ίνες που εισχωρούν στη σάρκα του φρούτου και δυσκολεύουν το κόψιμό της σε φέτες.
Το μάγκο προέρχεται από την νότια Ασία, από όπου μεταφέρθηκε στην Αφρική και στην Αμερική. Στην Ευρώπη εισάγεται με μεγαλύτερους καταναλωτές τους Άγγλους και τους Γάλλους. Υπάρχουν περίπου 24 διαφορετικές ποικιλίες μάγκο.
Τα μάγκο τρώγονται φρέσκα σαν δροσιστικό ή επιδόρπιο, μπαίνουν σε φρουτοσαλάτες, σε παγωτά, ζελέ, μαρμελάδες, χυμούς, chutneys, σε σούπες, σάλτσες κ.α. Επίσης αποξηρένονται και γίνονται σκόνη για να χρησιμοποιηθούν σε παιδικές τροφές ή σαν μπαχαρικό.
Το μάγκο περιέχει φώσφορο, ασβέστιο, σίδηρο, βιταμίνη Α, βιταμίνη C, τρυπτοφάνη, μεθιονίνη κ.α.