Ντίαρ Ντάιαρι,
ακούω, διαβάζω, παρακολουθώ τις εξελίξεις.
Από το γραφείο μου, από τη δουλειά μου, 5000 μίλια μακριά από την Αθήνα. Μίλια, και όχι χιλιόμετρα.
Αυτό που με πιάνει στην αρχή είναι θυμός. Θέλω να κατέβω κι εγώ στο Σύνταγμα και να ανοίξω στα δύο το κεφάλι αυτού του ζώου που κυνηγάει με γκλοπ έναν ηλικιωμένο. Να φωνάξω κανένα σύνθημα, για να ξεθυμάνω. Μήπως και μειώσω τη ντροπή που νιώθω μέσα μου επειδή έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης, για τα τόσα χρόνια απραγίας και τύφλωσης.
Και? Δεν θα αλλάξει τίποτα. Τις πταίει? Το κεφάλι μας.
Το ίδιο κεφάλι που κουβαλάει ο ελληνάρας άπειρα χρόνια.
Τεμπελιά, αραλίκι, λαμογιά, ξεροκεφαλισμός, βόλεμα.
Μην και κουραστεί. Μην και κοπιάσει. Όοοχι, αυτά είναι για τους άλλους. Εμείς είμαστε “έξυπνοι”.
Αυτή η σκατονοοτροπία φταίει.
Εκεί λοιπόν, στο στάδιο της ντροπής, τα απαρνούμαι όλα.
Τη χώρα μου που αγάπησα και τώρα τη λυπάμαι, το πανεπιστήμιο που με σπούδασε και τώρα ζητιανεύει σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό για έκπτωση, την πόλη μου που με μεγάλωσε και τώρα μου φαίνεται πιο ξένη από ποτέ, τους ανθρώπους που κάποτε θαύμαζα και τώρα απαξιώνω για τη “δε βαριέσαι” και “ωχ αδερφέ” νοοτροπία τους.
Εκεί φτάσαμε. Να απαρνούμαστε τα χιλιόμετρα, για τα μίλια. Να ζούμε μακριά από τις οικογένειές μας. Να βιώνουμε τη λύπη πενταπλάσια, επειδή η απόσταση όλα τα μεγαλώνει. Να γινόμαστε μετανάστες, να ζητάμε τα αυτονόητα. Να δουλέψουμε. Να κάνουμε οικογένεια. Αυτά που δεν μας εξασφαλίζει πια η χώρα μας. Γι’αυτό και όλα τα παιδιά θα φύγουν. Και καλά θα κάνουν, γιατί τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ εκεί κάτω.
Τι μεγάλη κουβέντα που είπε ο πληγωμένος Σεφέρης!
Τι μεγάλη κουβέντα έγραψε ο Ρασούλης (Αχ Ελλάδα)!
Τι μεγάλη αλήθεια έγραψε ο σατιρικός και επίκαιρος Σουρής 100 χρόνια πριν (Ποιός είδε κράτος λιγοστό)!
Πώς να μην τα απαρνηθώ όλα, όταν βλέπω ότι σε άλλους κόσμους σε σέβονται.
Την μετράνε την αξία σου, δεν στην τσαλακώνουν και στην πετάνε κατάμουτρα.
Σου λένε ορίστε. Σου λένε ευχαριστώ. Σου λένε παρακαλώ.
Μαθαίνεις να δίνεις τη θέση σου. Μαθαίνεις να μην κάνεις τον κόκορα λόγω του γαμάτου -και καλά- “DNA” σου. Μαθαίνεις τον ανταγωνισμό. Μαθαίνεις να παλεύεις. Μόνος σου. Χωρίς τον μπαμπά και τη μαμά. Μαθαίνεις να σέβεσαι κι εσύ.
Όχι, δεν είναι τέλειος ο κόσμος εδώ. Σε καμιά περίπτωση. Τουλάχιστον όμως σε μαθαίνει να είσαι άνθρωπος και όχι ο ασύδοτος σε όλα του ελληνάρας.
Έφυγα από επιλογή, μα θα μείνω από ανάγκη.
Πάρτε τώρα και μια συνταγή για τηγανόψωμα, που μου θυμίζουν τη γιαγιά μου, την οικογένειά μου, τα βράδια που μαζευόμασταν μαζί όλοι στην κουζίνα. Αυτά είναι η πατρίδα μας, κι όχι ο τόπος που ρημάζεται και λέγεται ελλάδα.
Υλικά:
- 2,5 κούπες αλεύρι
- μισή κούπα ελαιόλαδο
- 1 κουταλάκι ζάχαρη
- 1 κουταλάκι αλάτι
- 1 φακελάκι μαγιά
- 1 κούπα χλιαρό νερό
- φέτα
- πιπέρι
Βάζουμε το αλεύρι σε ένα μπολ και κάνουμε μια λακούβα στη μέση.
Στη μέση ρίχνουμε το αλάτι, τη ζάχαρη, το λάδι, τη μαγιά και το χλιαρό νερό (σιγά σιγά).
Ανακατεύουμε ώστε να γίνει μια μαλακή ζύμη που δεν κολλάει στα χέρια μας.
Την αφήνουμε για 30 λεπτά να φουσκώσει (σκεπασμένη σε ένα ήσυχο μέρος — σσσςςςς κοιμάται ο ζυμομύκητας).
Τρίβουμε τη φέτα με το χέρι ή με ένα πηρούνι.
Παίρνουμε ένα κομμάτι από τη ζύμη (μετά το μισάωρο) και το ανοίγουμε σε μέγεθος περίπου όσο και το τηγάνι μας (όχι πολύ λεπτό). Απλώνουμε την τριμμένη φέτα. Ανοίγουμε άλλο ένα πιτάκι και καπακώνουμε. Χρησιμοποιούμε ένα βρεγμένο πηρούνι για να τα κλείσουμε.
Τηγανίζουμε σε χαμηλή φωτιά (για να μην μας καούν), και τα ακουμπάμε σε απορροφητικό χαρτί.
Μια γεύση από το σπίτι μας.
(εκνευρισμένη, στενοχωρημένη και αηδιασμένη με όσα συμβαίνουν και όσα θα συμβούν)
Γιορς
Πηγή: My Kitchen Diary, το προσωπικό blog της Jenny_G